- πολυβόλος
- Αρχαία πολεμική μηχανή, ανάλογη με τα σημερινά πολυβόλα. Αποτελούνταν από μια χοάνη στην οποία τοποθετούνταν ένας αριθμός βελών. Κάτω από τη χοάνη αυτή υπήρχε ένας κύλινδρος, που καθώς περιστρεφόταν έπαιρνε ένα βέλος και το πήγαινε στη σύριγγα κατεύθυνσης. Από εκεί το βέλος εκσφενδονιζόταν, με τη βοήθεια της χορδής του τόξου της μηχανής, σε απόσταση 200 μ. περίπου.
* * *-ον, ΝΜΑ1. αυτός που ρίχνει πολλά βλήματα2. αυτός που ρίχνει βλήματα με μεγάλη συχνότητανεοελλ.1. το ουδ. ως ουσ. το πολυβόλοφορητό όπλο που μπορεί να εκτελεί βολή κατά βολή ή βολή κατά ριπές2. φρ. «το στόμα του πάει πολυβόλο» — λέγεται για άτομο που μιλάει πολύ γρήγορα και ακατάσχετα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. πυρο-βόλος].
Dictionary of Greek. 2013.